ψυχαναλυτικός

ψυχαναλυτικός
η , ό[ν] психоаналитический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψυχαναλυτικός" в других словарях:

  • ψυχαναλυτικός — ή, ό, Ν [ψυχαναλυτής] ο σχετικός με την ψυχανάλυση («ψυχαναλυτική μέθοδος»). επίρρ... ψυχαναλυτικώς και ψυχαναλυτικά Ν με ψυχανάλυση …   Dictionary of Greek

  • ψυχαναλυτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχανάλυση: Στο εξωτερικό γίνονται πολλές ψυχαναλυτικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»